- ὀρθόστατος
- ὀρθό-στᾰτος, ον,A upstanding, upright,
κλίμακες E.Supp.497
codd.; but v. foreg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλίμακες E.Supp.497
codd.; but v. foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορθόστατος — ὀρθόστατος, ον (Α) αυτός που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στατος (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. νεό στατος] … Dictionary of Greek
ὀρθόστατον — ὀρθόστατος upstanding masc/fem acc sg ὀρθόστατος upstanding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστάτου — ὀρθόστατος upstanding masc/fem/neut gen sg ὀρθοστάτης upright shaft masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek